- σκίναξ
- σκίναξ [ῐ], ᾰκος, ὁ, ἡ,A quick, nimble, epith. of hares,
σ. νεαροῖο λαγωοῦ Nic.Th.577
; so ὁ σ.,= λαγώς, Id.Al.67; cf. κίνδαξ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. νεαροῖο λαγωοῦ Nic.Th.577
; so ὁ σ.,= λαγώς, Id.Al.67; cf. κίνδαξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκίναξ — ακος, ὁ, ἡ, Α 1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ ο λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι] … Dictionary of Greek
σκίνακες — σκίναξ quick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίνακος — σκίναξ quick masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)